ἡσύχασε

ἡσύχασε
ἡσύχᾱσε , ἡσυχάω
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἡσυχάζω
keep quiet
aor ind act 3rd sg
ἡσυχάζω
keep quiet
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • безмълвьствовати — БЕЗМЪЛВЬСТВ|ОВАТИ (27), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Безмолвствовать; жить отшельником, давшим обет молчания: бѣ старѣць безъмълъствоу˫аи на горѣ. (ἡσυχάζων) ПНЧ 1296, 125 об.; жадахове безмолъвьствовати... изидохове въ поустыню... и тоу безмолъвьствоваховѣ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλούφαχτος — η, ο [λουφάζω] αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει …   Dictionary of Greek

  • κάπως — επίρρ. 1. με κάποιο τρόπο («κάπως θα τά καταφέρεις») 2. λίγο («κάπως ησύχασε ο άνθρωπος») 3. όχι έντονα («είναι κάπως παράξενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πως] …   Dictionary of Greek

  • πάστρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η 1. τέλεια καθαριότητα 2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπούδιος — (14ος αι.). Άρχοντας της Πελοποννήσου. Γενναίος και δραστήριος, αλλά ταυτόχρονα ύπουλος και άπιστος, ο Λ. αντιστάθηκε στη φραγκική κυριαρχία και είχε συχνές προστριβές με τους άλλους άρχοντες της περιοχής. Όταν το 1348 ο βυζαντινός αυτοκράτορας… …   Dictionary of Greek

  • Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος …   Dictionary of Greek

  • Προτέριος — Πατριάρχης Αλεξανδρείας (452 – 457). Διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Διόσκουρο, ο οποίος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε από τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε τους οπαδούς του Διόσκουρου, οι οποίοι, με… …   Dictionary of Greek

  • Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”